πολύστομος

πολύστομος
-η, -ο / πολύστομος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλά στόμια («πολύστομος Νεῖλος», Νικ. θηρ.)
2. αυτός που λέει πολλά, ο φλύαρος
μσν.-αρχ.
αυτός που λέγεται από πολλά στόματα («πολύστομος φήμη», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύστομος — many mouthed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστομον — πολύστομος many mouthed masc/fem acc sg πολύστομος many mouthed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστόμου — πολύστομος many mouthed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστόμους — πολύστομος many mouthed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστομοι — πολύστομος many mouthed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυστομώ — έω, Α [πολύστομος] λέω πολλά, είμαι φλύαρος …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”